στέλλει

στέλλει
στέλλω
make ready
pres ind mp 2nd sg
στέλλω
make ready
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στέλλω — ΝΜΑ, και στέλνω και στέρνω Ν αποστέλλω, πέμπω (α. «τού έστειλε πολλά χαιρετίσματα» β. «ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «στέλνω κάποιον στον διάβολο» διώχνω κάποιον με άσχημο τρόπο, τόν ξαποστέλνω νεοελλ. αρχ. ναυτ.… …   Dictionary of Greek

  • κατερητύω — (Α) κρατώ, κατακρατώ, εμποδίζω, αναχαιτίζω κάποιον ή κάτι («κατερητύσων θ ὁδὸν ἣ ν στέλλει», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐρητύω «εμποδίζω, αναχαιτίζω»] …   Dictionary of Greek

  • ολόλευκος — η, ο (Α ὁλόλευκος, ον) κατάλευκος, κάτασπρος, εντελώς λευκός («στέλλει κι αυτής ολόλευκα, ρούχα νυμφικά», Βιζυην.) …   Dictionary of Greek

  • συγκαταστέλλω — Μ καταστέλλω, περιορίζω ως έναν βαθμό («οὕτως τὰ θαυμάσια τῶν θεαμάτων καὶ βαρβαρικὸν συγκατασυγκαταστέλλω στέλλει θράσος», Πρόδρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”